- μυριάζω
- (Μ μυριάζω) [Μύριοι]αυξάνομαι σε μυρίους, γίνομαι πολυπληθέστατος, πληθαίνω πάρα πολύ («τίνος είν' τα πρόβατα τ' αργυροκουδουνάτα, / που χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχες», δημ. τραγούδι)μσν.1. αποκτώ μεγάλο πλούτο και δύναμη2. πολλαπλασιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.